Ζωστήριον

Ζωστήριον
Ζωστήριος
of
masc acc sg
Ζωστήριος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωστήριος — ζωστήριος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ζωστήρα, ακρωτήριο τής Αττικής 2. (το θηλ. ως προσωνυμία) Ζωστηρία επίθετο τής θεάς Αθηνάς 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωστήριον ο ζωστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τις σημ. 1 και 2 < Ζωστήρ με τη σημ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”